- ἐρινεά
- ἐρινεόνfruit of theneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρινέα — ἐρινέᾱ , ἐρίνεος woollen fem nom/voc/acc dual ἐρινέᾱ , ἐρίνεος woollen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερινεόν — το και ερινεός και ερινός και αρινός, ο (AM ἐρινεόν, Α και ἐρινόν) [ερινεός] ο καρπός τής αγριοσυκιάς, το αγριόσυκο («εἰσδύεται εἰς τὰ τῶν συκῶν ἐρινεά», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek